- ενδεκαπλάσιος
- ία , ο[ν] одиннадцатикратный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενδεκαπλάσιος — ια, ιο ένδεκα φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος … Dictionary of Greek
ενδεκαπλούς — ή, ούν 1. αυτός που αποτελείται από ένδεκα μέρη 2. ενδεκαπλάσιος … Dictionary of Greek